ἐξημέρωσε

ἐξημέρωσε
ἐξημερόω
tame
aor ind act 3rd sg
ἐξημερόω
tame
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)
ἐξημερόω
tame
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • εξημερώνω — (AM ἐξημερῶ, όω) [ημερώ] μετατρέπω κάτι ή κάποιον από άγριο σε ήμερο («ἐξημερωμένα ζῶα», «ἐξημερῶσαι γαῑαν») 2. εκπολιτίζω («ἔτι μᾱλλον αὐτὸν ἐξημέρωσε διὰ παιδείας», Πλάτ.) 3. καταπραΰνω …   Dictionary of Greek

  • ιερώνυμος — I (Στριδώνα Δαλματίας 347 – Βηθλεέμ 420 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, προστάτης των μεταφραστών. Ήταν σύγχρονος του Αυγουστίνου και του Αμβροσίου και φίλος του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και του Γρηγορίου… …   Dictionary of Greek

  • καταταμός — ο [κατατάσσω] ησυχία, ανάπαυση («απόσταν εξημέρωσε, καταταμό δεν έχω», Πανώρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”